- αντιστύλι
- το1. αντέρεισμα, υποστήριγμα2. στήριγμα, υποστήριγμα, προστάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιστύλι — το ιού, αντιστήριγμα, προστασία (προστάτης): Ο μεγάλος της γιος ήταν το αντιστύλι του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιρίμι — το 1. αντιστύλι, υποστήριγμα 2. το αντίριμα … Dictionary of Greek
αντιστυλώνω — 1. στηρίζω από το αντίθετο μέρος, αντιστηρίζω 2. υποβαστάζω με αντιστύλι το φορτίο υποζυγίου 3. ( ομαι) ανορθώνομαι για να αντισταθώ, παίρνω δυνάμεις, εμψυχώνομαι … Dictionary of Greek
αντιστύλωμα — το 1. το να αντιστυλώνει, να υποστηρίζει κάποιος κάτι 2. το αντιστύλι … Dictionary of Greek
δυναμωτάρι — το ξύλινο ή σιδερένιο αντικείμενο που τοποθετείται για στήριξη, υποστήριγμα, αντιστύλι … Dictionary of Greek